ρόφηση — η / ῥόφησις, ήσεως, ΝΑ [ῥοφῶ] νεοελλ. 1. η ενέργεια τού ροφώ, το ρούφηγμα 2. χημ. η συγκέντρωση στην επιφάνεια ή σε ολόκληρη τη μάζα ενός στερεού σώματος ξένων προς αυτό μορίων ή ιόντων αρχ. η σίτιση με χυλώδη, πολτώδη τροφή … Dictionary of Greek
χημορρόφηση — η, Ν χημ. η χημική ρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemisorption < chemi (< χημει[ο] *) + sorption «ρόφηση»] … Dictionary of Greek
λάψις — λάψις, ἡ (Α) [λάπτω] η ρόφηση, το ρούφηγμα … Dictionary of Greek
πτισανορρυφίη — ἡ, Α η ρόφηση πτισάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτισάνη + ρρυφίη (< ῥυφῶ, ιων. τ. τού ῥοφῶ)] … Dictionary of Greek
ρούφηγμα — το, Ν [ρουφώ] η ρόφηση, το να ρουφά κανείς κάτι … Dictionary of Greek
σπάσις — εως, ἡ, Α [σπάω/σπῶ] 1. ανέλκυση, τράβηγμα 2. εισρόφηση, ρόφηση προς τα μέσα … Dictionary of Greek
φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
χημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χημεία («χημική βιομηχανία») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο, η χημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη χημεία 3. φρ. α) «χημική ανάλυση·» χημ. i) τομέας τής χημείας που ασχολείται κυρίως με τις μεθόδους … Dictionary of Greek